πέπειραν

πέπειραν
πέπειρα
mellow
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πέπειρα — Α (σπάν. θηλ. τού πέπων) 1. (για γυναίκα) ώριμη, ηλικιωμένη 2. (για πράγματα) μαλακή («τὴν σάρκα πέπειραν ποιεῑ», Ιπποκρ.) 3. μτφ. (για ψυχική κατάσταση) κατευνασμένη («ἀμφὶ τοῑς σφαλεῑσι μὴ ἐξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”